- πρωτοτόκῳ
- πρωτότοκοςbearingmasc/fem/neut dat sgπρωτοτόκοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτοτοκώ — έω, ΜΑ [πρωτότοκος / πρωτοτόκος] μσν. είμαι πρωτότοκος αρχ. γεννώ το πρώτο μου παιδί … Dictionary of Greek